- ὑποταίνιος
- ὑποταίνιοςforming a long narrow strip of landmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποταίνιος — ον, Α (για παραλίες) αυτός που σχηματίζει μια μακριά, στενή λωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ταίνιος (< ταινία)] … Dictionary of Greek
ὑποταινίου — ὑποταίνιος forming a long narrow strip of land masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)